- γένεση
- η (AM γένεσις)1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκηςαρχ.-μσν.εποχή, γενιάνεοελλ.1. η αναπαραγωγή*2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» — η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλημσν.Ι. αστρολ. η επίδραση τών αστερισμών σε κάποιο άτομο, ωροσκόπιοII. φρ.1. «ἔνσαρκος γένεσις» — η γέννηση τού Χριστού2. «Γένεσις λεπτή» — τίτλος απόκρυφου βιβλίουαρχ.1. παραγωγός αιτία, αρχή, πηγή2. ο τρόπος τής γέννησης3. γενιά, καταγωγή4. το σύνολο τών δημιουργημάτων, η πλάση5. (για ζώα) γένος ή είδος6. (για πρόσωπα) οικογένεια7. τα γεννητικά όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γένε-σιςαπό τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< *γεν∂-) τής ρ. γεν- τού γίγνομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.